Οι φρυκτωρίες ήταν ένα σύστημα συνεννόησης στην αρχαία Ελλάδα με σημάδια που μεταβιβάζονταν από περιοχή σε περιοχή με τη χρήση πυρσών κατά τη διάρκεια της νύχτας (φρυκτός=πυρσός και ώρα = φροντίδα). O Αισχύλος στο έργο του Αγαμέμνων περιγράφει την είδηση της πτώσης της Τροίας η οποία μεταδόθηκε ως τις Μυκήνες με τις φρυκτωρίες. Ενδιάμεσοι σταθμοί μεταδόσεως υπήρχαν στην Ίδη της Μυσίας, στο Ακρωτήρι της Λήμνου (σημερινή Πλάκα), στον Άθω, στο βουνό Μάκιστο και στις πλαγιές του Αραχναίου. Το σύστημα χρησιμοποιήθηκε για πολλούς αιώνες μέχρι το 1850 αλλά μπορούσε να μεταφέρει μηνύματα μόνο με ένα κοινό κώδικα. Στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου του Τόλκιν " Ο Άρχοντας των δακτυλιδιών" περιγράφεται με αντίστοιχο τρόπο το πώς η Πόλη της Γκόντορ ζήτησε βοήθεια από τους συμμάχους της. όταν απειλήθηκε με πόλεμο, ανάβοντας φωτιές σε φυλάκια στις κορυφές των βουνών.
Διαβάστε το παρακάτω απόσπασμα από την τραγωδία ΄΄Αγαμέμνων'' και βρείτε πως περιγράφεται η μετάδοση της είδησης για την πτώση της Τροίας.
ΦΥΛΑΚΑΣ
Παρακαλώ τους θεούς να με γλιτώσουν τον άμοιρο,
που τυραννιέμαι φυλάγοντας πλαγιασμένος
πάνω στις βίγλες των Ατρειδών, σαν το σκυλί,
χωρίς τόσα χρόνια ν᾽ ανασάνω, χωρίς να σκολάσω.
Τη νυχτερινή σύναξη των άστρων την έμαθα,
και τα στολίδια του αιθέρα, τους φωτερούς δυνάστες,
που μοιράζουν τη ζέστη και την παγωνιά στους θνητούς,[5]
τους απόμαθα και στην ανατολή και στο βασίλεμά τους.
Και τώρα παραφυλάω της φωτιάς το σημάδι,
το πυροφάνι που θα μας φέρει από την Τροία το νόημα, το μήνυμα:
«Την κουρσέψαμε». Τέτοια προστάζει[10]
η αντρόβουλη γυναίκα μ᾽ ελπίδα στην καρδιά, προσμένοντας.
Κι αλητεύω πάνω σε τούτο το κρεβάτι, ποτισμένο από τ᾽ αγιάζι
και τα όνειρα με βλέπουν και δεν έρχονται,
γιατί ο φόβος με παραστέκει
και δε μ᾽ αφήνει να σμίξω τα βλέφαρα μέσα στον ύπνο.[15]
Κι αν πω να λιανοτραγουδήσω,
για να νικήσω τ᾽ αποκάρωμα
με πιάνει ο καημός και κλαίω τη μοίρα αυτού του σπιτιού
που έχασε την τέλεια φροντίδα την αλλοτινή.
Α! κι ας φυτρώσει η πρόσχαρη φωτιά μες στο σκοτάδι,[20]
να λυτρωθώ -καλότυχος- από τα βάσανά μου.
(Σκάνε φωτιές στο βάθος· έτσι τινάζεται)
Γειά σου! λαμπάδα που έφερες το φως της μέρας μες στη νύχτα,
εσύ ξυπνάς χίλιους χορούς
μες στ᾽ Άργος για να σε γιορτάσουν.
(Πετιέται στα πόδια του χοροπηδώντας)
Ιού Ιού.[25]
Φωνάζω στη γυναίκα του Αγαμέμνονα
να παρατήσει γρήγορα το κρεβάτι
και με κραυγές χαράς να δώσει απόκριση στη φωτιά:
«Πήραμε την Τροία, το λέει ο φωτερός μαντατοφόρος».[30]
Εγώ θ᾽ ανοίξω πρώτος το χορό.
Ο αφέντης μου έπαιξε κι εγώ κερδίζω.
Με τούτη [τη] φωτιά έφερα εξάρες!
Άμποτε, σα γυρίσει ο αφέντης να σηκώσω
το χέρι του με το χέρι μου.[35]
Όσο για τ᾽ άλλα τσιμουδιά. Μεγάλο βόδι μου πατάει τη γλώσσα.1
Αν το παλάτι είχε μιλιά
θα τα ᾽λεγε ολοκάθαρα. Μα εγώ θέλω και μιλώ σ᾽ όσους ξέρουν,
θέλω και ξεχνώ για όσους δεν ξέρουν.
Παρακαλώ τους θεούς να με γλιτώσουν τον άμοιρο,
που τυραννιέμαι φυλάγοντας πλαγιασμένος
πάνω στις βίγλες των Ατρειδών, σαν το σκυλί,
χωρίς τόσα χρόνια ν᾽ ανασάνω, χωρίς να σκολάσω.
Τη νυχτερινή σύναξη των άστρων την έμαθα,
και τα στολίδια του αιθέρα, τους φωτερούς δυνάστες,
που μοιράζουν τη ζέστη και την παγωνιά στους θνητούς,[5]
τους απόμαθα και στην ανατολή και στο βασίλεμά τους.
Και τώρα παραφυλάω της φωτιάς το σημάδι,
το πυροφάνι που θα μας φέρει από την Τροία το νόημα, το μήνυμα:
«Την κουρσέψαμε». Τέτοια προστάζει[10]
η αντρόβουλη γυναίκα μ᾽ ελπίδα στην καρδιά, προσμένοντας.
Κι αλητεύω πάνω σε τούτο το κρεβάτι, ποτισμένο από τ᾽ αγιάζι
και τα όνειρα με βλέπουν και δεν έρχονται,
γιατί ο φόβος με παραστέκει
και δε μ᾽ αφήνει να σμίξω τα βλέφαρα μέσα στον ύπνο.[15]
Κι αν πω να λιανοτραγουδήσω,
για να νικήσω τ᾽ αποκάρωμα
με πιάνει ο καημός και κλαίω τη μοίρα αυτού του σπιτιού
που έχασε την τέλεια φροντίδα την αλλοτινή.
Α! κι ας φυτρώσει η πρόσχαρη φωτιά μες στο σκοτάδι,[20]
να λυτρωθώ -καλότυχος- από τα βάσανά μου.
(Σκάνε φωτιές στο βάθος· έτσι τινάζεται)
Γειά σου! λαμπάδα που έφερες το φως της μέρας μες στη νύχτα,
εσύ ξυπνάς χίλιους χορούς
μες στ᾽ Άργος για να σε γιορτάσουν.
(Πετιέται στα πόδια του χοροπηδώντας)
Ιού Ιού.[25]
Φωνάζω στη γυναίκα του Αγαμέμνονα
να παρατήσει γρήγορα το κρεβάτι
και με κραυγές χαράς να δώσει απόκριση στη φωτιά:
«Πήραμε την Τροία, το λέει ο φωτερός μαντατοφόρος».[30]
Εγώ θ᾽ ανοίξω πρώτος το χορό.
Ο αφέντης μου έπαιξε κι εγώ κερδίζω.
Με τούτη [τη] φωτιά έφερα εξάρες!
Άμποτε, σα γυρίσει ο αφέντης να σηκώσω
το χέρι του με το χέρι μου.[35]
Όσο για τ᾽ άλλα τσιμουδιά. Μεγάλο βόδι μου πατάει τη γλώσσα.1
Αν το παλάτι είχε μιλιά
θα τα ᾽λεγε ολοκάθαρα. Μα εγώ θέλω και μιλώ σ᾽ όσους ξέρουν,
θέλω και ξεχνώ για όσους δεν ξέρουν.